- μνημονευτικός
- -ή, -ό (ΑΜ μνημονευτικός, -ή, -όν) [μνημονευτός]αυτός που είναι επιτήδειος, ή ικανός στη μνημόνευση, μνημονικόςνεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η μνημονευτική(ψυχολ.) σύνολο μεθόδων που αποσκοπούν στην ανάπτυξη τής απομνημονευτικής ικανότητας, το οποίο συνίσταται κυρίως στην οργάνωση, σε ένα σύνολο πολλών περίπλοκων στοιχείων τα οποία δεν έχουν καμιά εμφανή δομήμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ μνημονευτικόνα) η μνήμη, το μνημονικό, το θυμητικόβ) σημειωματάριομσν.-αρχ.αυτός που έχει καλή μνήμηαρχ.1. αυτός που έχει δοθεί για ανάμνηση2. φρ. «μνημονευτική αἵρεσις» — ιατρική σχολή τής οποίας οι κανόνες εξαρτώνταν από τις καταγραφές παρατηρήσεων.
Dictionary of Greek. 2013.